-
1 παρατρίβω
A rub beside or alongside, π. χρυσὸν ἀκήρατον ἄλλῳ χρυσῷ (sc. ἐς βάσανον) rub pure gold by the side of other gold on the lapis Lydius and see the differ ence of the marks they leave, Hdt.7.10.ά :—[voice] Pass., to be rubbed beside or upon,καθάπερ πρὸς τὰς βασάνους Arist.Col. 793a33
; .2 rub on or against,τινί τι Ael.NA17.44
; πρὸς θάμνους Suid.s.v. ὅπου αἱ ἔλαφοι :— [voice] Pass., rub oneself against,τὰ ὕπτια πρὸς τὰ ὕπτια Arist.HA 540b12
; dub. in Sor.1.7.3 rub slightly, brush,π. οὔρῳ τοὺς ὀδόντας D.S.5.33
, cf. Diocl.Fr.141 ;τοὺς ὀφθαλμούς S.E.M.7.258
.II παρα-τρίβεσθαι πρός τινα clash against, fall out with one, Plb.27.15.6 ;ἔκ τινων πρός τινας Id.4
47.7 : abs.,διά τι Id.9.11.2
.III παρατρίψασθαι τὸ μέτωπον harden the forehead as it were by perpetual rubbing, i. e. to be utterly hardened, dead to shame, Str.13.1.45.IV [voice] Pass., to be exhausted,ἀναβάσει POxy.1668.24
(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατρίβω
-
2 βάλλω
Aβαλέω Il. 8.403
, , 1491: [tense] aor. 2 ἔβᾰλον, [dialect] Ion.προ-βάλεσκε Od. 5.331
; later [tense] aor. 1 (5.18); [dialect] Ep. and [dialect] Ion. inf.βαλέειν Il.2.414
,al., Hdt.2.111,al., butβαλεῖν Il.13.387
, 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part.βλείς Id.176
, as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): [tense] pf. βέβληκα: [tense] plpf. ἐβεβλήκειν, [dialect] Ep.βεβλήκειν Il.5.661
:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.βαλλέσκετο Hdt.9.74
: [tense] fut. βᾰλοῦμαι ([etym.] προ-) Ar.Ra. 201, ([etym.] ἐπι-) Th.6.40, etc., [dialect] Ep. βαλεῦμαι ([etym.] ἀμφι-) Od.22.103: [tense] aor. 2 ἐβᾰλόμην, [dialect] Ion. imper.βαλεῦ Hdt.8.68
.γ, used mostly in compds.:—[voice] Pass., [tense] fut.βληθήσομαι X.HG7.5.11
, ([etym.] δια-) E.Hec. 863; alsoβεβλήσομαι Id.Or. 271
, Hld.2.13, ([etym.] δια-) D.16.2; part.δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13
([dialect] Ep. [tense] fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): [tense] aor.ἐβλήθην Hdt.1.34
, Th.8.84, etc.: Hom. also has an [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.,ἔβλητο Il.11.675
,ξύμβλητο 14.39
; subj.βλήεται Od.17.472
; opt. βλῇο orβλεῖο Il.13.288
; inf.βλῆσθαι 4.115
; part.βλήμενος 15.495
: [tense] pf. βέβλημαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.βεβλήαται 11.657
(but [ per.] 3sg. h.Ap.20), opt.δια-βεβλῇσθε And.2.24
: [tense] plpf. ἐβεβλήμην ([etym.] περι-) X.HG7.4.22, ([etym.] ἐξ-) Isoc.18.17; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.περι-εβεβλέατο Hdt.6.25
.—[dialect] Ep. [tense] pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.A [voice] Act., throw:I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand,βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495
;τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350
, cf. 4.473, al.; so even inἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει.. δουρί 5.73
; and ; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.:βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514
: c. dupl. acc. pers. et partis,μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583
: c. acc. partis only, 5.19, 657; soτὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15
;δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144
: c. acc. cogn.,ἕλκος.., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795
; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib. 281.2 less freq. of things, ; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag. 1390: metaph., , cf. HF 1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479;ἔβαλλε.. οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885
(so [voice] Pass.,σελήνη.. δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122
(Phld.)); strike the senses, of sound,ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535
, cf. S.Ant. 1188, Ph. 205 (lyr.); of smell,ὀσμὴ β. τινά Id.Ant. 412
;τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr. 538
.3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj. 1244, E.El. 902, Ar. Th. 895;στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57
(hence metaph., praise, Id.O.2.98);φθόνος βάλλει A.Ag. 947
;φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37
.II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom.,βαλὼν βέλος Od.9.495
; . 346, cf. Od.20.62;ἐν νηυσὶν.. πῦρ β. Il.13.629
: c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing,οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι.. βάλλον 12.155
;βέλεσι Od.16.277
: in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75;ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29
;ἐπίσκοπα Luc.Am.16
; alone,οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33
: c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis. 391a.2 generally of anything thrown,εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314
;τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429
; [νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71
; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26;β. κόπρον POxy.934.9
(iii A. D.): henceβ. ἀρούρας
manure,PFay.
118.21 (ii A. D.): metaph.,ὕπνον.. ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364
;β. σκότον ὄμμασι E.Ph. 1535
(lyr.);β. λύπην τινί S.Ph.67
.b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188;γῆς ἔξω β. S.OT 622
;β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj. 1333
; :—[voice] Pass.,ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164
(Mel.); on a sick-bed,Ev.Matt.
8.14: then metaph.,ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221
;ὅς με μετ'.. ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376
; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr. 390, E.Tr. 1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT 657, Tr. 940 (but in E.Tr. 305 β. αἰτίαν ἔς τινα); κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053
.3 let fall,ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306
, cf. 23.697;β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198
, cf. 114;κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206
;κατ' ὄσσων E.Hipp. 1396
;αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183
; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA 501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib. 576a4;βοῦς βεβληκώς SIG958.7
([place name] Ceos).4 of the eyes, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα cast them, Od.16.179; ;πρόσωπον εἰς γῆν Id.Or. 958
: intr., ὀφθαλμὸς πρὸς τὸ φῶς βαλών aiming at.., Plot.2.4.5; βαλὼν πρὸς αὐτό directing one's gaze at.., Id.3.8.10.5 of animals, push forward or in front,τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572
; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib. 639;βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44
: metaph.,β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12
.6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste,τὼ μὲν.. βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574
, cf. 17.40, 21.104;μῆλα.. ἐν νηΐ β. Od.9.470
;ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh. 721
(lyr.);φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51
;τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33
; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour,οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17
;εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12
, cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph.,ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513
; ὅπως.. φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16; ;ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16
; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr. 706, S.OT 975.b esp. of putting round,ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722
; of clothes or arms,ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις.. βάλ' αἰγίδα 18.204
; put on,φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5
.d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).7 of dice, throw,τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33
, cf. Pl.Lg. 968e;ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp. 330
: so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu. 751: metaph., εὖ or to be lucky, successful,Phld.
lr.p.51 W., Rh.1.10 S.III intr., fall,ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722
, cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς)ἔβαλε Act.Ap.27.14
; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ.. τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag. 1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at.., A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29; ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.2 in familiar language, away with you! be hanged!Ar.
V. 835, etc.;βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma. 293a
, cf. Men.Epit. 389.B [voice] Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218;σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op. 107
;εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ.. βάλλεαι Il.9.435
;ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84
, etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234;θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610
.2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.;ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA 1513
(lyr.).4 lay as foundation,κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3
, cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form,οἰκοδομίας Pl.Lg. 779b
;χάρακα Plb.3.105.10
, Poll. 8.161; simply, build,ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13
; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.; .II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (butλουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or. 303
). (Arc. - δέλλω in ἐς-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt. galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.) -
3 φύω
φύω, fut. φύσω, aor. I. ἔφυσα, – hervorbringen, entstehen lassen, bes. von Pflanzen, Bäumen und ihren einzelnen Theilen, wachsen oder aufkeimen lassen, treiben; φύλλα ὕλη φύει Il. 6, 148; σκῆπτρον οὔποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει 1, 235; τοῖσι δ' ὑπὸ χϑὼν δῖα φύεν νεοϑηλέα ποίην, ließ Gras aufsprossen, 14, 347; Ζεφυρίη (πνοή) πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει Od. 7, 119; ὃς τὴν πολύβοτρυν ἄμπελον φύει βροτοῖς Eur. Bacch. 650; καρπὸν φύειν Her. 9, 122; ὅσα γῆ φύει Plat. Rep. X, 621 a; καὶ γεννᾶν Polit. 274 a; φύειν ἐξ αὑτοῦ πάντα Rep. IX, 588 c; Xen. oft. – Auch τρίχας φύειν, Haare wachsen lassen, hervorbringen, Od. 10, 293; vgl. στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων ὥρας φυούσης Aesch. Spt. 517; πώγωνα φύειν, den Bart wachsen lassen, Her. 8, 104; γλῶσσαν, eine Zunge bekommen, 2, 68; πτερά, Flügel bekommen, Ar. Av. 106; Plat. Phaedr. 251 c Tim. 91 d; ὀδόντας u. ä.; – ἄνδρας φύειν, Männer hervorbringen, Her. 9, 122; dah. erzeugen, ὁ φύσας, der Erzeuger, der Vater, Soph. Tr. 1026. 1175 u. oft; τοῖς γονεῦσιν, οἵ σ' ἔφυσαν O. R. 436; Eur. oft; Ar. Vesp. 1472; φύειν καὶ γεννᾶν Plat. polit. 274 a; seltener von der Mutter, φῦσαι, gebären, s. Pors. Eur. Phoen. 34; φράτορας Ar. Ran. 419. – Auch auf Geistiges übtr., ϑεοὶ φύουσιν ἀνϑρώποις φρένας Soph. Ant. 679; auch οὐδὲ τῷ χρόνῳ φύσας φανεῖ φρένας ποτέ, zu Verstande kommen, O. C. 808; El. 1455; νοῦν φύειν Soph. frg.; δόξαν φύειν, Stolz erzeugen, Dünkel bekommen, Her. 5, 91; πόνους αὑτῷ φῦσαι Soph. Ant. 643. – Häufiger im pass. φύομαι, wozu das fut. φύσομαι, bei Sp. auch φυήσομαι gehört, wie aor. II. ἔφῡν, inf. φῠναι, Parmenid. auch φῦν, part. φύς, φῦσα, φύν, optat. φύην statt φυίην bei Theocr. 15, 94 nach Buttmann, Sp. ἐφύην, φυῆναι; perf. πέφῡκα, mit Präsensbdtg, nebst dem plusqpf. ἐπεφύκειν, als impf.; epische synkopirte Formen sind πεφύασι für πεφύκασι, u. part. πεφυώς, ῶτος, Od. 5, 477, fem. πεφυυῖα, Il. 14, 288; Hes. hat auch ἐπέφῡκον statt ἐπεφύκεισαν, wie von einem praes. πεφύκω, O. 151 Sc. 76 Th. 152. 673; – Il. 6, 149, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει, ist auch das praes. act. intr. gebraucht; – werden, entstehen, wachsen; zunächst von Pflanzen, τά γ' ἄσπαρτα φύονται Od. 9, 109; ϑάμνος ἔφυ ἐλαίης 23, 190; πρασιαὶ παντοῖαι πεφύασιν 7, 128; ὄζοι ἐπ' ἀκροτάτῃ πεφύασιν Il. 4, 484; δοιοὺς ϑάμνους ἐξ ὁμόϑεν πεφυῶτας Od. 5, 477; τὰ περὶ καλὰ ῥέεϑρα ἅλις ποταμοῖο πεφύκει Il. 21, 352; auch τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει, 4, 109, Hörner waren aus seinem Kopfe gewachsen; ῥόδα φύεται αὐτόματα Her. 8, 138; δένδρα πεφυκότα Xen. Cyr. 4, 3,5; – übertr., ἐν δ' ἄρα οἱ φῦ χειρί, oft bei Hom., eigtl. er wuchs ihm fest an der Hand, oder er wuchs mit der Hand an ihm an, d. i. er faßte ihn so fest bei der Hand, als wäre er an ihm angewachsen, vom kräftigen Händedrucke als Zeichen herzlicher Begrüßung; auch ἔφυν ἐν χερσίν Od. 10, 397, u. ἐν χείρεσσι φύοντο 24, 410, welche Vrbdgn, wie ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες auch als tmes. zu ἐμφύω gezogen werden, was man vergleiche. – Von Menschen, Pind. u. die Tragg.: ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Aesch. Prom. 27; τίς ἂν εὐξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι Ag. 1315; σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆςδε φύσεται ϑρασὺς τόξοισι κλεινός Prom. 873; ϑνητοῦ πέφυκας πατρός Soph. El. 1162; κἀξ ἧς ἔφυ γυναικὸς υἱὸς καὶ πόσις O. R. 458, u. öfter; γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ O. C. 1296, der ältere; πόϑεν ἔφυσαν Eur. Suppl. 842; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας I. T. 610; Διὸς πεφυκὼς Τάνταλος Or. 5, wie auch in Prosa, Xen. Cyr. 5, 5,8; οὔτοι πέφυκα μάντις Eur. Hec. 743; οὐ γὰρ αἰχμητὴς πέφυκεν Or. 702; φὺς ἀπ' ἐμοῦ Xen. Cyr. 5, 4,30; πόϑεν ἔφυ ὁ πόλεμος Pol. 3, 6,9 u. sonst. – Uebh. von Natur eine gewisse Eigenschaft, Anlage haben, von Natur befähigt sein, u. oft für das einfache sein; τὸ μὲν εὖ πράττειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν Aesch. Ag. 1304; ϑεὸς γὰρ οὐκ ἤχϑηρεν ὡς εὔφρων ἔφυ Pers. 758; ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ κακῆς πράσσειν τέχνης Soph. Phil. 88; δόξεις ὁμοῖος τοῖς κακοῖς πεφυκέναι 1358; ἔφυν ἀμήχανος Ant. 79; οὐτοι συνέχϑειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν 519, u. sonst, wie Eur.; u. in Prosa, τὸ μὴ διδόναι δίκην πάντων μέγιστόν τε καὶ πρῶτον κακῶν πέφυκε Plat. Gorg. 479 d, u. öfter. Bes. ist πέφυκε c. inf. zu merken, der Natur gemäß sein, gewöhnlich geschehen, pflegen, τὰ δεύτερα τῶν προτέρων πεφυκέναι κρατεῖν Pind. frg. 249; ὅτι χαίρειν πέφυκεν οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς ἀεί Soph. Tr. 440; πέφυκε γὰρ καὶ ἄλλως ὁ ἄνϑρωπος τὸ μὲν ϑεραπεῦον ὑπερφρονεῖν Thuc. 3, 39, u. öfter; ἐν οἷς ἅπαντες πεφύκαμεν ἁμαρτεῖν Is. 1, 13; ἡ ψυχὴ πέφυκε αὔξεσϑαι Isocr. 1, 12; ᾑ πέφυκεν ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἰέναι Phaedr. 258 c, u. oft; ἐπεφύκει im Ggstz von ἐϑελούσιον Xen. Cyr. 5, 1,8; πεφύκασιν ὑπὸ τούτων κρατεῖσϑαι 5, 1,10; πολὺ ῥᾷον ἔχοντας φυλάττειν ἢ κτήσασϑαι πέφυκε πάντα, es liegt in der Natur der Dinge, daß es leichter ist, Dem. 2, 26; πεφυκέναι πρὸς τὸ ἀληϑές Arist. rhet. 1, 1; u. Sp., wie Pol. verbindet τοῦτο πέφυκε καὶ φιλεῖ συμβαίνειν κατὰ φύσιν, 4, 2,10. – [Υ im praes. u. imperf. u. vor einem Vokal in der synkopirten Form des perf. ist kurz; nur sp. D., wie Nic. Al. 14 u. D. Per. 941. 1013 brauchen es auch im praes. u. imperf. lang, sogar einige Male in der Verssenkung, Nic. Al. 501 D. Per. 1031; und so auch in Zusammensetzungen.]
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek